ὑπεροχή — projection fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑπερόχη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροχή — η / ὑπεροχή, ΝΜΑ [ὑπερέχω] το να είναι κανείς ή κάτι ανώτερο ως προς την ποιότητα, την ποσότητα, το μέγεθος ή την αξία σε σχέση με κάποιον ή με κάτι άλλο, ανωτερότητα νεοελλ. 1. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης, το… … Dictionary of Greek
υπεροχή — η 1. το να υπερέχει κανείς (σε μέγεθος, ποσότητα, ικανότητα, αξία κτλ.), υπερτέρηση, πλεονεκτικότητα: Είναι αναμφισβήτητη η υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου. 2. (μαθ.), ο αριθμός που προκύπτει από την αφαίρεση, το υπόλοιπο, η διαφορά. 3. (νομ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερόχη — ὑ̱περόχη , ὑπεροχέω carry above imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑπεροχέω carry above pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑπεροχέω carry above imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχῆι — ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres subj mp 2nd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres ind mp 2nd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχέω carry above pres subj act 3rd sg ὑπεροχῇ , ὑπεροχή projection fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχαῖς — ὑπεροχή projection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχαί — ὑπεροχή projection fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχᾶς — ὑπεροχή projection fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχᾷ — ὑπεροχή projection fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)